αποβατικός
Greek
editAdjective
editαποβατικός • (apovatikós) m (feminine αποβατική, neuter αποβατικό)
- landing
- amphibious
- Synonym: αμφίβιος (amfívios)
Declension
editDeclension of αποβατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποβατικός • | αποβατική • | αποβατικό • | αποβατικοί • | αποβατικές • | αποβατικά • |
genitive | αποβατικού • | αποβατικής • | αποβατικού • | αποβατικών • | αποβατικών • | αποβατικών • |
accusative | αποβατικό • | αποβατική • | αποβατικό • | αποβατικούς • | αποβατικές • | αποβατικά • |
vocative | αποβατικέ • | αποβατική • | αποβατικό • | αποβατικοί • | αποβατικές • | αποβατικά • |
Related terms
edit- αεραποβατικός (aerapovatikós, “airlanding”)
- απόβαση f (apóvasi, “landing”, noun)
- αποβατικό σκάφος n (apovatikó skáfos, “landing craft”)
Further reading
edit- αποβατικός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποβατικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language