ασφαλτόπλινθος
Greek
editNoun
editασφαλτόπλινθος • (asfaltóplinthos) m (plural ασφαλτόπλινθοι)
Declension
editDeclension of ασφαλτόπλινθος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασφαλτόπλινθος • | ασφαλτόπλινθοι • |
genitive | ασφαλτόπλινθου • | ασφαλτόπλινθων • |
accusative | ασφαλτόπλινθο • | ασφαλτόπλινθους • |
vocative | ασφαλτόπλινθε • | ασφαλτόπλινθοι • |
Related terms
edit- see: άσφαλτος f (ásfaltos, “asphalt”)