αυγοκομμένος
Greek
editPronunciation
editParticiple
editαυγοκομμένος • (avgokomménos) m (feminine αυγοκομμένη, neuter αυγοκομμένο)
- (cooking) a different spelling of of αβγοκομμένος (avgokomménos)
Usage notes
edit- See αβγό (“egg”) for discussion of the spelling αυγο-κομμένος v. αβγο-κομμένος.