βαστιέμαι
Greek
editPronunciation
editVerb
editβαστιέμαι • (vastiémai) passive (past βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, ppp βασταγμένος / βαστηγμένος, active βαστάω/βαστώ)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
βαστιέμαι • (vastiémai) passive (past βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, ppp βασταγμένος / βαστηγμένος, active βαστάω/βαστώ)