βατραχάνθρωπος
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek βάτραχος (bátrakhos, “frog”) + ἄνθρωπος (ánthrōpos, “man”).
Pronunciation
editNoun
editβατραχάνθρωπος • (vatrachánthropos) m (plural βατραχάνθρωποι)
Declension
editDeclension of βατραχάνθρωπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βατραχάνθρωπος • | βατραχάνθρωποι • |
genitive | βατραχανθρώπου • | βατραχανθρώπων • |
accusative | βατραχάνθρωπο • | βατραχανθρώπους • |
vocative | βατραχάνθρωπε • | βατραχάνθρωποι • |
Related terms
edit- see: βάτραχος m (vátrachos, “frog”)