|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
βομβαρδίζω
|
βομβαρδίσω
|
βομβαρδίζομαι
|
βομβαρδιστώ
|
2 sg
|
βομβαρδίζεις
|
βομβαρδίσεις
|
βομβαρδίζεσαι
|
βομβαρδιστείς
|
3 sg
|
βομβαρδίζει
|
βομβαρδίσει
|
βομβαρδίζεται
|
βομβαρδιστεί
|
|
1 pl
|
βομβαρδίζουμε, [‑ομε]
|
βομβαρδίσουμε, [‑ομε]
|
βομβαρδιζόμαστε
|
βομβαρδιστούμε
|
2 pl
|
βομβαρδίζετε
|
βομβαρδίσετε
|
βομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε
|
βομβαρδιστείτε
|
3 pl
|
βομβαρδίζουν(ε)
|
βομβαρδίσουν(ε)
|
βομβαρδίζονται
|
βομβαρδιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
βομβάρδιζα
|
βομβάρδισα
|
βομβαρδιζόμουν(α)
|
βομβαρδίστηκα
|
2 sg
|
βομβάρδιζες
|
βομβάρδισες
|
βομβαρδιζόσουν(α)
|
βομβαρδίστηκες
|
3 sg
|
βομβάρδιζε
|
βομβάρδισε
|
βομβαρδιζόταν(ε)
|
βομβαρδίστηκε
|
|
1 pl
|
βομβαρδίζαμε
|
βομβαρδίσαμε
|
βομβαρδιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
βομβαρδιστήκαμε
|
2 pl
|
βομβαρδίζατε
|
βομβαρδίσατε
|
βομβαρδιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
βομβαρδιστήκατε
|
3 pl
|
βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε)
|
βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε)
|
βομβαρδίζονταν, (βομβαρδιζόντουσαν)
|
βομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα βομβαρδίζω ➤
|
θα βομβαρδίσω ➤
|
θα βομβαρδίζομαι ➤
|
θα βομβαρδιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα βομβαρδίζεις, …
|
θα βομβαρδίσεις, …
|
θα βομβαρδίζεσαι, …
|
θα βομβαρδιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … βομβαρδίσει έχω, έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … βομβαρδιστεί είμαι, είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … βομβαρδίσει είχα, είχες, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … βομβαρδιστεί ήμουν, ήσουν, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδίσει θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … βομβαρδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
βομβάρδιζε
|
βομβάρδισε
|
—
|
βομβαρδίσου
|
2 pl
|
βομβαρδίζετε
|
βομβαρδίστε
|
βομβαρδίζεστε
|
βομβαρδιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
βομβαρδίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας βομβαρδίσει ➤
|
βομβαρδισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
βομβαρδίσει
|
βομβαρδιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|