γαϊδουροκαλόκαιρο
Greek
editEtymology
editγαϊδούρι (gaïdoúri, “donkey”) + καλοκαίρι (kalokaíri, “summer, good weather”)
Pronunciation
editNoun
editγαϊδουροκαλόκαιρο • (gaïdourokalókairo) n (plural γαϊδουροκαλόκαιρα)
- Indian summer (stretch of sunny and warm days during late autumn)
Declension
editDeclension of γαϊδουροκαλόκαιρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |
genitive | γαϊδουροκαλόκαιρου • | γαϊδουροκαλόκαιρων • |
accusative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |
vocative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |