γερασμένος
Greek
editEtymology
editPerfect passive participle of γερνάω (gernáo), a verb without passive voice forms.
Pronunciation
editParticiple
editγερασμένος • (gerasménos) m (feminine γερασμένη, neuter γερασμένο)
- who has aged, who looks aged
- Είναι σχετικά νέα, αλλά μοιάζει πολύ γερασμένη.
- Eínai schetiká néa, allá moiázei polý gerasméni.
- She is quite young, but she looks as though she has aged much
Declension
editDeclension of γερασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γερασμένος • | γερασμένη • | γερασμένο • | γερασμένοι • | γερασμένες • | γερασμένα • |
genitive | γερασμένου • | γερασμένης • | γερασμένου • | γερασμένων • | γερασμένων • | γερασμένων • |
accusative | γερασμένο • | γερασμένη • | γερασμένο • | γερασμένους • | γερασμένες • | γερασμένα • |
vocative | γερασμένε • | γερασμένη • | γερασμένο • | γερασμένοι • | γερασμένες • | γερασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γερασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γερασμένος, etc.) |
Synonyms
edit- Older form: γηρασμένος (girasménos)