δημιουργούμαι
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /ði.mi.uɾˈɣu.me/
- Hyphenation: δη‧μι‧ουρ‧γού‧μαι
- Homophone: δημιουργούμε (dimiourgoúme)
Verb
editδημιουργούμαι • (dimiourgoúmai) passive (past δημιουργήθηκα, ppp δημιουργημένος, active δημιουργώ)
- to be created
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form