διάλυμα
Greek
editNoun
editδιάλυμα • (diályma) n (plural διαλύματα)
- solution (homogeneous mixture of different substances)
Declension
editDeclension of διάλυμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάλυμα • | διαλύματα • |
genitive | διαλύματος • | διαλυμάτων • |
accusative | διάλυμα • | διαλύματα • |
vocative | διάλυμα • | διαλύματα • |
Derived terms
edit- διαλυματάκι (dialymatáki)