διοργανωτής
Greek
editEtymology
editLearnedly from διοργανώ(νω) (diorganó(no)) + -τής (-tís).[1]
Pronunciation
editNoun
editδιοργανωτής • (diorganotís) m (plural διοργανωτές, feminine διοργανώτρια)
- organizer (a person who arranges the details of an event)
Declension
editDeclension of διοργανωτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διοργανωτής • | διοργανωτές • |
genitive | διοργανωτή • | διοργανωτών • |
accusative | διοργανωτή • | διοργανωτές • |
vocative | διοργανωτή • | διοργανωτές • |
Derived terms
edit- διοργανωτικός (diorganotikós)
Related terms
edit- διοργανώνω (diorganóno)
- διοργάνωση f (diorgánosi)
References
edit- ^ διοργανωτής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language