|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εισακούω
|
εισακούσω
|
εισακούομαι
|
εισακουστώ, εισακουσθώ1
|
2 sg
|
εισακούεις
|
εισακούσεις
|
εισακούεσαι
|
εισακουστείς, εισακουσθείς
|
3 sg
|
εισακούει
|
εισακούσει
|
εισακούεται
|
εισακουστεί, εισακουσθεί
|
|
1 pl
|
εισακούουμε, [‑ομε]
|
εισακούσουμε, [‑ομε]
|
εισακουόμαστε
|
εισακουστούμε, εισακουσθούμε
|
2 pl
|
εισακούετε
|
εισακούσετε
|
εισακούεστε, εισακουόσαστε
|
εισακουστείτε, εισακουσθείτε
|
3 pl
|
εισακούουν(ε)
|
εισακούσουν(ε)
|
εισακούονται
|
εισακουστούν(ε), εισακουσθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εισάκουα
|
εισάκουσα
|
εισακουόμουν(α)
|
εισακούστηκα, εισακούσθηκα1
|
2 sg
|
εισάκουες
|
εισάκουσες
|
εισακουόσουν(α)
|
εισακούστηκες, εισακούσθηκες
|
3 sg
|
εισάκουε
|
εισάκουσε
|
εισακουόταν(ε)
|
εισακούστηκε, εισακούσθηκε
|
|
1 pl
|
εισακούαμε
|
εισακούσαμε
|
εισακουόμασταν, (‑όμαστε)
|
εισακουστήκαμε, εισακουσθήκαμε
|
2 pl
|
εισακούατε
|
εισακούσατε
|
εισακουόσασταν, (‑όσαστε)
|
εισακουστήκατε, εισακουσθήκατε
|
3 pl
|
εισάκουαν, εισακούαν(ε)
|
εισάκουσαν, εισακούσαν(ε)
|
εισακούονταν, (εισακουόντουσαν)
|
εισακούστηκαν, εισακουστήκαν(ε), εισακούσθηκαν, εισακουσθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εισακούω ➤
|
θα εισακούσω ➤
|
θα εισακούομαι ➤
|
θα εισακουστώ / εισακουσθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εισακούεις, …
|
θα εισακούσεις, …
|
θα εισακούεσαι, …
|
θα εισακουστείς / εισακουσθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εισακούσει
|
έχω, έχεις, … εισακουστεί / εισακουσθεί
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εισακούσει
|
είχα, είχες, … εισακουστεί / εισακουσθεί
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εισακούσει
|
θα έχω, θα έχεις, … εισακουστεί / εισακουσθεί
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
εισάκουε
|
εισάκουσε
|
—
|
εισακούσου
|
2 pl
|
εισακούετε
|
εισακούστε
|
εισακούεστε
|
εισακουστείτε, εισακουσθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εισακούοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εισακούσει ➤
|
—
|
|
Nonfinite form➤
|
εισακούσει
|
εισακουστεί, εισακουσθεί1
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The forms with σθ- are learned and less common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|