εξολοθρεύτηκα
See also: εξολοθρευτικά
Greek
editAlternative forms
edit- εξολοθρεύθηκα (exolothréfthika) (more formal)
Pronunciation
editVerb
editεξολοθρεύτηκα • (exolothréftika)
- 1st person singular form of εξολοθρεύομαι (exolothrévomai) passive of εξολοθρεύω.