εξολοθρεύομαι
See also: ἐξολοθρεύομαι and ἐξολεθρεύομαι
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /e.kso.loˈθɾe.vo.me/
- Hyphenation: ε‧ξο‧λο‧θρεύ‧ο‧μαι
- Old Hyphenation: εξ‧ο‧λο‧θρεύ‧ο‧μαι
- Homophone: εξολοθρεύομε (exolothrévome)
Verb
editεξολοθρεύομαι • (exolothrévomai) passive (past εξολοθρεύτηκα/εξολοθρεύθηκα, active εξολοθρεύω)
- passive of εξολοθρεύω (exolothrévo)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
Related terms
edit- εξολοθρευμένος (exolothrevménos, participle)
- εξολοθρεμένος (exolothreménos, participle)