επινόηση
Greek
editNoun
editεπινόηση • (epinóisi) f (plural επινοήσεις)
- concept, notion, invention, fabrication (technical, practical)
- invention, fabrication, fiction (of the imagination)
Declension
editDeclension of επινόηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επινόηση • | επινοήσεις • | |
genitive | επινόησης • | επινοήσεων • | |
accusative | επινόηση • | επινοήσεις • | |
vocative | επινόηση • | επινοήσεις • | |
Older or formal genitive singular: επινοήσεως • |