επιχειρηματικός

Greek

edit

Adjective

edit

επιχειρηματικός (epicheirimatikósm (feminine επιχειρηματική, neuter επιχειρηματικό)

  1. enterprising, business, of or related to business
    To επιχειρηματικό πλάνο δεν είναι απλά ένα γραπτό κείμενο.
    The business plan is not just a simple text.

Declension

edit
edit