|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιχειρώ
|
επιχειρήσω
|
επιχειρούμαι
|
επιχειρηθώ
|
2 sg
|
επιχειρείς
|
επιχειρήσεις
|
επιχειρείσαι
|
επιχειρηθείς
|
3 sg
|
επιχειρεί
|
επιχειρήσει
|
επιχειρείται
|
επιχειρηθεί
|
|
1 pl
|
επιχειρούμε
|
επιχειρήσουμε, [-ομε]
|
επιχειρούμαστε
|
επιχειρηθούμε
|
2 pl
|
επιχειρείτε
|
επιχειρήσετε
|
επιχειρείστε
|
επιχειρηθείτε
|
3 pl
|
επιχειρούν(ε)
|
επιχειρήσουν(ε)
|
επιχειρούνται
|
επιχειρηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιχειρούσα
|
επιχείρησα, επεχείρησα
|
[επιχειρούμουν(α)]
|
επιχειρήθηκα
|
2 sg
|
επιχειρούσες
|
επιχείρησες, επεχείρησες
|
[επιχειρούσουν(α)]
|
επιχειρήθηκες
|
3 sg
|
επιχειρούσε
|
επιχείρησε, επεχείρησε
|
επιχειρούνταν, {επιχειρείτο} - [{επεχειρείτο}]
|
επιχειρήθηκε
|
|
1 pl
|
επιχειρούσαμε
|
επιχειρήσαμε
|
επιχειρούμασταν, (‑ούμαστε)
|
επιχειρηθήκαμε
|
2 pl
|
επιχειρούσατε
|
επιχειρήσατε
|
[επιχειρούσασταν, (‑ούσαστε)]
|
επιχειρηθήκατε
|
3 pl
|
επιχειρούσαν(ε)
|
επιχείρησαν, επιχειρήσαν(ε), επεχείρησαν
|
επιχειρούνταν, {επιχειρούντο}, [{επεχειρούντο}]
|
επιχειρήθηκαν, επιχειρηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιχειρώ ➤
|
θα επιχειρήσω ➤
|
θα επιχειρούμαι ➤
|
θα επιχειρηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιχειρείς, …
|
θα επιχειρήσεις, …
|
θα επιχειρείσαι, …
|
θα επιχειρηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιχειρήσει έχω, έχεις, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιχειρηθεί είμαι, είσαι, … επιχειρημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιχειρήσει είχα, είχες, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιχειρηθεί ήμουν, ήσουν, … επιχειρημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιχειρήσει θα έχω, θα έχεις, … επιχειρημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιχειρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιχειρημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
επιχείρησε
|
—
|
επιχειρήσου
|
2 pl
|
επιχειρείτε
|
επιχειρήστε
|
επιχειρείστε
|
επιχειρηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιχειρώντας ➤
|
επιχειρούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιχειρήσει ➤
|
επιχειρημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιχειρήσει
|
επιχειρηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|