επιχορηγούμαι
See also: ἐπιχορηγοῦμαι
Greek
editPronunciation
edit- IPA(key): /e.pi.xo.ɾiˈɣu.me/
- Hyphenation: ε‧πι‧χο‧ρη‧γού‧μαι
- Homophone: επιχορηγούμε (epichorigoúme)
Verb
editεπιχορηγούμαι • (epichorigoúmai) (past επιχορηγήθηκα, ppp επιχορηγημένος, active επιχορηγώ)
- passive of επιχορηγώ (epichorigó)
- odler spelling: ἐπιχορηγοῦμαι (epikhorēgoûmai)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form