ιππικός
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Ancient Greek ἱππικός (hippikós).[1] By surface analysis, ίππ(ος) (ípp(os)) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
editAdjective
editιππικός • (ippikós) m (feminine ιππική, neuter ιππικό)
- horse (attributive), equestrian
- ιππικά αθλήματα ― ippiká athlímata ― equestrian sports
- cavalry (attributive)
Declension
editDeclension of ιππικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιππικός • | ιππική • | ιππικό • | ιππικοί • | ιππικές • | ιππικά • |
genitive | ιππικού • | ιππικής • | ιππικού • | ιππικών • | ιππικών • | ιππικών • |
accusative | ιππικό • | ιππική • | ιππικό • | ιππικούς • | ιππικές • | ιππικά • |
vocative | ιππικέ • | ιππική • | ιππικό • | ιππικοί • | ιππικές • | ιππικά • |
Derived terms
edit- ιππικό n (ippikó)
Related terms
edit- see: ίππος m (íppos, “horse”)
References
edit- ^ ιππικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language