ιριδίζων
Greek
editAdjective
editιριδίζων • (iridízon) m (feminine ιριδίζουσα, neuter ιριδίζον)
- iridescent
- ριδίζουσα πέστροφα ― ridízousa péstrofa ― rainbow trout
Declension
editDeclension of ιριδίζων
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ιριδίζων • | ιριδίζουσα • | ιριδίζον • | ιριδίζοντες • | ιριδίζουσες • | ιριδίζοντα • |
genitive | ιριδίζοντος • | ιριδίζουσας • / ιριδιζούσης • | ιριδίζοντος • | ιριδιζόντων • | ιριδιζουσών • | ιριδιζόντων • |
accusative | ιριδίζοντα • | ιριδίζουσα • | ιριδίζον • | ιριδίζοντες • | ιριδίζουσες • | ιριδίζοντα • |
vocative | ιριδίζων • | ιριδίζουσα • | ιριδίζον • | ιριδίζοντες • | ιριδίζουσες • | ιριδίζοντα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιριδίζων, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιριδίζων, etc.) |
Derived terms
edit- ιριδίζουσα πέστροφα f (iridízousa péstrofa, “rainbow trout”)
Related terms
edit- see: ιριδίζω (iridízo, “to iridesce”)