κορνάρισμα
Greek
editEtymology
editκορνάρω (kornáro, “to beep, to honk”) + -μα (-ma)
Pronunciation
editNoun
editκορνάρισμα • (kornárisma) n (plural κορναρίσματα)
- beeping, honking, tooting (the act of blowing a vehicle's horn)
- Με ενοχλεί να ζω δίπλα στην εθνική οδό, που έχει πάντα κορναρίσματα.
- Me enochleí na zo dípla stin ethnikí odó, pou échei pánta kornarísmata.
- It bothers me living next to the highway, where there's always beeping.
Declension
editDeclension of κορνάρισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κορνάρισμα • | κορναρίσματα • |
genitive | κορναρίσματος • | κορναρισμάτων • |
accusative | κορνάρισμα • | κορναρίσματα • |
vocative | κορνάρισμα • | κορναρίσματα • |
Synonyms
edit- κόρνα f (kórna, “beeping, honking”)