κρεβατοκάμαρα
Greek
editEtymology
editFrom κρεβάτ(ι) (krevát(i), “bed”) + -ο- (-o-) + κάμαρα (kámara, “room, chamber”).
Pronunciation
editNoun
editκρεβατοκάμαρα • (krevatokámara) f (plural κρεβατοκάμαρες)
- bedroom
- Synonym: υπνοδωμάτιο (ypnodomátio)
- (by extension) bedroom furniture
Declension
editDeclension of κρεβατοκάμαρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κρεβατοκάμαρα • | κρεβατοκάμαρες • |
genitive | κρεβατοκάμαρας • | κρεβατοκαμαρών • |
accusative | κρεβατοκάμαρα • | κρεβατοκάμαρες • |
vocative | κρεβατοκάμαρα • | κρεβατοκάμαρες • |
Related terms
editReferences
edit- κρεβατοκάμαρα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language