υπνοδωμάτιο
Greek
editEtymology
editCalque of German Schlafzimmer. By surface analysis, ύπν(ος) (ýpn(os), “sleep”) + -ο- (-o-) + δωμάτιο (domátio, “room”).[1]
Pronunciation
editNoun
editυπνοδωμάτιο • (ypnodomátio) n (plural υπνοδωμάτια)
- bedroom
- Synonym: κρεβατοκάμαρα (krevatokámara)
Declension
editDeclension of υπνοδωμάτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπνοδωμάτιο • | υπνοδωμάτια • |
genitive | υπνοδωματίου •, υπνοδωμάτιου • | υπνοδωματίων • |
accusative | υπνοδωμάτιο • | υπνοδωμάτια • |
vocative | υπνοδωμάτιο • | υπνοδωμάτια • |
References
edit- ^ υπνοδωμάτιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
edit- υπνοδωμάτιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el