κωλοπαιδαράς
Greek
editEtymology
editκωλόπαιδο (kolópaido) + -άς (-ás)
Pronunciation
editNoun
editκωλοπαιδαράς • (kolopaidarás) m (plural κωλοπαιδαράδες)
- (colloquial, derogatory) Augmentative of κωλόπαιδο (kolópaido, “little shit, little asshole”)
Declension
editDeclension of κωλοπαιδαράς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωλοπαιδαράς • | κωλοπαιδαράδες • |
genitive | κωλοπαιδαρά • | κωλοπαιδαράδων • |
accusative | κωλοπαιδαρά • | κωλοπαιδαράδες • |
vocative | κωλοπαιδαρά • | κωλοπαιδαράδες • |
Synonyms
edit- τσογλαναράς m (tsoglanarás)