μακροπρόθεσμος
Greek
editEtymology
editFrom μακρός (makrós, “long”) + προθεσμία (prothesmía), calque of English long-term.
Adjective
editμακροπρόθεσμος • (makropróthesmos) m (feminine μακροπρόθεσμη, neuter μακροπρόθεσμο)
- long-term
- Antonyms: βραχυπρόθεσμος (vrachypróthesmos), μεσομακροπρόθεσμος (mesomakropróthesmos)
Declension
editDeclension of μακροπρόθεσμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μακροπρόθεσμος • | μακροπρόθεσμη • | μακροπρόθεσμο • | μακροπρόθεσμοι • | μακροπρόθεσμες • | μακροπρόθεσμα • |
genitive | μακροπρόθεσμου • | μακροπρόθεσμης • | μακροπρόθεσμου • | μακροπρόθεσμων • | μακροπρόθεσμων • | μακροπρόθεσμων • |
accusative | μακροπρόθεσμο • | μακροπρόθεσμη • | μακροπρόθεσμο • | μακροπρόθεσμους • | μακροπρόθεσμες • | μακροπρόθεσμα • |
vocative | μακροπρόθεσμε • | μακροπρόθεσμη • | μακροπρόθεσμο • | μακροπρόθεσμοι • | μακροπρόθεσμες • | μακροπρόθεσμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μακροπρόθεσμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μακροπρόθεσμος, etc.) |
Further reading
edit- μακροπρόθεσμος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language