μηχάνημα
Ancient Greek
editNoun
editμηχάνημα • (mēkhánēma)
Greek
editNoun
editμηχάνημα • (michánima) n (plural μηχανήματα)
Declension
editDeclension of μηχάνημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μηχάνημα • | μηχανήματα • |
genitive | μηχανήματος • | μηχανημάτων • |
accusative | μηχάνημα • | μηχανήματα • |
vocative | μηχάνημα • | μηχανήματα • |
Synonyms
editRelated terms
edit- see: μηχανή f (michaní, “machine”)