ορίζομαι
See also: ὁρίζομαι
Greek
editPronunciation
editVerb
editορίζομαι • (orízomai) passive (past ορίστηκα, ppp ορισμένος, active ορίζω)
- to be defined
- Jean Paul Sartre
- Ο φασισμός δεν ορίζεται από τον αριθμό των θυμάτων, αλλά από τον τρόπο που τα σκοτώνει.
- O fasismós den orízetai apó ton arithmó ton thymáton, allá apó ton trópo pou ta skotónei.
- Fascism is not defined by the number of its victims, but by the way it kills them.
- Jean Paul Sartre
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form