παρατράγουδο
Greek
editEtymology
editπαρα- (para-, “excessive”) + τραγούδι (tragoúdi, “song”).
Pronunciation
editNoun
editπαρατράγουδο • (paratrágoudo) n (plural παρατράγουδα)
- (colloquial, derogatory, chiefly in plural) debacle, fiasco (shocking or untoward event)
- Αν έβλεπες τα παρατράγουδα που γινόντουσαν εδώ κάθε σαββατόβραδο!
- An évlepes ta paratrágouda pou ginóntousan edó káthe savvatóvrado!
- If only you could see the debacle that go on here every Saturday night!
Declension
editDeclension of παρατράγουδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρατράγουδο • | παρατράγουδα • |
genitive | παρατράγουδου • | παρατράγουδων • |
accusative | παρατράγουδο • | παρατράγουδα • |
vocative | παρατράγουδο • | παρατράγουδα • |
Related terms
edit- σκάνδαλο n (skándalo, “scandal”)