πειστικότητα
Greek
editEtymology
editLearnedly from πειστικός (peistikós) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
editNoun
editπειστικότητα • (peistikótita) f (plural πειστικότητες)
- persuasiveness, convincingness
- Synonym: πειθώ f (peithó)
Declension
editDeclension of πειστικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
genitive | πειστικότητας • | πειστικοτήτων • |
accusative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
vocative | πειστικότητα • | πειστικότητες • |
Related terms
edit- see: πείθω (peítho)
References
edit- ^ πειστικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language