πιάνομαι στα χέρια

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ˈpçanome sta ˈçeɾʝa/
  • Hyphenation: πιά‧νο‧μαι στα χέ‧ρια

Verb

edit

πιάνομαι στα χέρια (piánomai sta chéria) (literally: to get caught in arms)

  1. (idiomatic) to come to blows (to fight physically)
    Οι διαδηλωτές πιάστηκαν στα χέρια με τους αστυνόμους.
    Oi diadilotés piástikan sta chéria me tous astynómous.
    The protesters came to blows with the police.

Synonyms

edit