πιάνομαι στα χέρια
Greek
editPronunciation
editVerb
editπιάνομαι στα χέρια • (piánomai sta chéria) (literally: to get caught in arms)
- (idiomatic) to come to blows (to fight physically)
- Οι διαδηλωτές πιάστηκαν στα χέρια με τους αστυνόμους.
- Oi diadilotés piástikan sta chéria me tous astynómous.
- The protesters came to blows with the police.
Synonyms
edit- έρχομαι στα χέρια (érchomai sta chéria, “to come to blows”)