προπόνηση
Greek
editEtymology
editFrom προπονώ (“I train”) + -ση (-si) from ancient -σις.[1]
Pronunciation
editNoun
editπροπόνηση • (propónisi) f (plural προπονήσεις)
Declension
editDeclension of προπόνηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | προπόνηση • | προπονήσεις • | |
genitive | προπόνησης • | προπονήσεων • | |
accusative | προπόνηση • | προπονήσεις • | |
vocative | προπόνηση • | προπονήσεις • | |
Older or formal genitive singular: προπονήσεως • |
Related terms
edit- προπονητής m (proponitís, “coach”)
- προπονητικός (proponitikós, “coaching, of training”)
- προπονώ (proponó, “train”)
References
edit- ^ προπόνηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language