|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσδιορίζω
|
προσδιορίσω
|
προσδιορίζομαι
|
προσδιοριστώ
|
2 sg
|
προσδιορίζεις
|
προσδιορίσεις
|
προσδιορίζεσαι
|
προσδιοριστείς
|
3 sg
|
προσδιορίζει
|
προσδιορίσει
|
προσδιορίζεται
|
προσδιοριστεί
|
|
1 pl
|
προσδιορίζουμε, [‑ομε]
|
προσδιορίσουμε, [‑ομε]
|
προσδιοριζόμαστε
|
προσδιοριστούμε
|
2 pl
|
προσδιορίζετε
|
προσδιορίσετε
|
προσδιορίζεστε, προσδιοριζόσαστε
|
προσδιοριστείτε
|
3 pl
|
προσδιορίζουν(ε)
|
προσδιορίσουν(ε)
|
προσδιορίζονται
|
προσδιοριστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσδιόριζα
|
προσδιόρισα
|
προσδιοριζόμουν(α)
|
προσδιορίστηκα
|
2 sg
|
προσδιόριζες
|
προσδιόρισες
|
προσδιοριζόσουν(α)
|
προσδιορίστηκες
|
3 sg
|
προσδιόριζε
|
προσδιόρισε
|
προσδιοριζόταν(ε)
|
προσδιορίστηκε
|
|
1 pl
|
προσδιορίζαμε
|
προσδιορίσαμε
|
προσδιοριζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσδιοριστήκαμε
|
2 pl
|
προσδιορίζατε
|
προσδιορίσατε
|
προσδιοριζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσδιοριστήκατε
|
3 pl
|
προσδιόριζαν, προσδιορίζαν(ε)
|
προσδιόρισαν, προσδιορίσαν(ε)
|
προσδιορίζονταν, (προσδιοριζόντουσαν)
|
προσδιορίστηκαν, προσδιοριστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσδιορίζω ➤
|
θα προσδιορίσω ➤
|
θα προσδιορίζομαι ➤
|
θα προσδιοριστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσδιορίζεις, …
|
θα προσδιορίσεις, …
|
θα προσδιορίζεσαι, …
|
θα προσδιοριστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσδιορίσει έχω, έχεις, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προσδιοριστεί είμαι, είσαι, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσδιορίσει είχα, είχες, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προσδιοριστεί ήμουν, ήσουν, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσδιορίσει θα έχω, θα έχεις, … προσδιορισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προσδιοριστεί θα είμαι, θα είσαι, … προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσδιόριζε
|
προσδιόρισε
|
—
|
προσδιορίσου
|
2 pl
|
προσδιορίζετε
|
προσδιορίστε
|
προσδιορίζεστε
|
προσδιοριστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσδιορίζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσδιορίσει ➤
|
προσδιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προσδιορίσει
|
προσδιοριστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|