σερβιτόρος
Greek
editEtymology
editBorrowed from Italian servitore.
Pronunciation
editNoun
editσερβιτόρος • (servitóros) m (plural σερβιτόροι, feminine σερβιτόρα)
Declension
editDeclension of σερβιτόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σερβιτόρος • | σερβιτόροι • |
genitive | σερβιτόρου • | σερβιτόρων • |
accusative | σερβιτόρο • | σερβιτόρους • |
vocative | σερβιτόρε • | σερβιτόροι • |
Synonyms
editRelated terms
edit- see: σερβίρω (servíro, “to serve”)