σημαιοφόρος
Greek
editNoun
editσημαιοφόρος • (simaiofóros) m or f (plural σημαιοφόροι)
- (nautical) a naval rank with the NATO grade OF-1
- Synonym: (abbreviation) σμρος (smros)
- midshipman in the Royal Navy
- ensign in the US Navy
Declension
editDeclension of σημαιοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σημαιοφόρος • | σημαιοφόροι • |
genitive | σημαιοφόρου • | σημαιοφόρων • |
accusative | σημαιοφόρο • | σημαιοφόρους • |
vocative | σημαιοφόρε • | σημαιοφόροι • |
Coordinate terms
editFurther reading
edit- σημαιοφόρος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el