στιγματισμένος

Greek

edit

Etymology

edit

Perfect participle of στιγματίζομαι (stigmatízomai), passive voice of στιγματίζω (stigmatízo, stigmatise)

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /stiɣ.ma.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: στιγ‧μα‧τι‧σμέ‧νος
  • Old Hyphenation: στι‧γμα‧τι‧σμέ‧νος

Participle

edit

στιγματισμένος (stigmatisménosm (feminine στιγματισμένη, neuter στιγματισμένο)

  1. stigmatised (UK), stigmatized (US), labelled
    Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
    Énas ánthropos stigmatisménos os kléftis den boreí na vrei éfkola douleiá.
    A man labelled as a thief will find work easily.

Declension

edit