στιγματισμένος
Greek
editEtymology
editPerfect participle of στιγματίζομαι (stigmatízomai), passive voice of στιγματίζω (stigmatízo, “stigmatise”)
Pronunciation
editParticiple
editστιγματισμένος • (stigmatisménos) m (feminine στιγματισμένη, neuter στιγματισμένο)
- stigmatised (UK), stigmatized (US), labelled
- Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
- Énas ánthropos stigmatisménos os kléftis den boreí na vrei éfkola douleiá.
- A man labelled as a thief will find work easily.
Declension
editDeclension of στιγματισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στιγματισμένος • | στιγματισμένη • | στιγματισμένο • | στιγματισμένοι • | στιγματισμένες • | στιγματισμένα • |
genitive | στιγματισμένου • | στιγματισμένης • | στιγματισμένου • | στιγματισμένων • | στιγματισμένων • | στιγματισμένων • |
accusative | στιγματισμένο • | στιγματισμένη • | στιγματισμένο • | στιγματισμένους • | στιγματισμένες • | στιγματισμένα • |
vocative | στιγματισμένε • | στιγματισμένη • | στιγματισμένο • | στιγματισμένοι • | στιγματισμένες • | στιγματισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στιγματισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στιγματισμένος, etc.) |