συντόμευση
Greek
editNoun
editσυντόμευση • (syntómefsi) f (plural συντομεύσεις)
Declension
editDeclension of συντόμευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συντόμευση • | συντομεύσεις • | |
genitive | συντόμευσης • | συντομεύσεων • | |
accusative | συντόμευση • | συντομεύσεις • | |
vocative | συντόμευση • | συντομεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: συντομεύσεως • |
Related terms
edit- see: συντομεύω (syntomévo, “to shorten”)