|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
τελειοποιώ
|
τελειοποιήσω
|
τελειοποιούμαι
|
τελειοποιηθώ
|
2 sg
|
τελειοποιείς
|
τελειοποιήσεις
|
τελειοποιείσαι
|
τελειοποιηθείς
|
3 sg
|
τελειοποιεί
|
τελειοποιήσει
|
τελειοποιείται
|
τελειοποιηθεί
|
|
1 pl
|
τελειοποιούμε
|
τελειοποιήσουμε, [-ομε]
|
τελειοποιούμαστε, τελειοποιόμαστε
|
τελειοποιηθούμε
|
2 pl
|
τελειοποιείτε
|
τελειοποιήσετε
|
τελειοποιείστε, (τελειοποιόσαστε)
|
τελειοποιηθείτε
|
3 pl
|
τελειοποιούν(ε)
|
τελειοποιήσουν(ε)
|
τελειοποιούνται
|
τελειοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
τελειοποιούσα
|
τελειοποίησα
|
τελειοποιούμουν(α), τελειοποιόμουν(α)
|
τελειοποιήθηκα
|
2 sg
|
τελειοποιούσες
|
τελειοποίησες
|
[τελειοποιούσουν(α)], τελειοποιόσουν(α)
|
τελειοποιήθηκες
|
3 sg
|
τελειοποιούσε
|
τελειοποίησε
|
τελειοποιούνταν, τελειοποιόταν(ε), {τελειοποιείτο}
|
τελειοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
τελειοποιούσαμε
|
τελειοποιήσαμε
|
τελειοποιούμασταν, (‑ούμαστε), τελειοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
τελειοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
τελειοποιούσατε
|
τελειοποιήσατε
|
[τελειοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], τελειοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
τελειοποιηθήκατε
|
3 pl
|
τελειοποιούσαν(ε)
|
τελειοποίησαν, τελειοποιήσαν(ε)
|
τελειοποιούνταν, τελειοποιόνταν(ε), (τελειοποιόντουσαν), {τελειοποιούντο}
|
τελειοποιήθηκαν, τελειοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα τελειοποιώ ➤
|
θα τελειοποιήσω ➤
|
θα τελειοποιούμαι ➤
|
θα τελειοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα τελειοποιείς, …
|
θα τελειοποιήσεις, …
|
θα τελειοποιείσαι, …
|
θα τελειοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … τελειοποιήσει έχω, έχεις, … τελειοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … τελειοποιηθεί είμαι, είσαι, … τελειοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … τελειοποιήσει είχα, είχες, … τελειοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … τελειοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … τελειοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τελειοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
τελειοποίησε
|
—
|
τελειοποιήσου
|
2 pl
|
τελειοποιείτε
|
τελειοποιήστε
|
τελειοποιείστε
|
τελειοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
τελειοποιώντας ➤
|
τελειοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας τελειοποιήσει ➤
|
τελειοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
τελειοποιήσει
|
τελειοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|