τελεσμένος
Greek
editAlternative forms
edit- τετελεσμένος (tetelesménos) (formal, with reduplication, but common)
Etymology
editPerfect participle of τελούμαι (teloúmai), passive voice of τελώ (“perform, fulfill”).
Pronunciation
editParticiple
editτελεσμένος • (telesménos) m (feminine τελεσμένη, neuter τελεσμένο)
Declension
editDeclension of τελεσμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τελεσμένος • | τελεσμένη • | τελεσμένο • | τελεσμένοι • | τελεσμένες • | τελεσμένα • |
genitive | τελεσμένου • | τελεσμένης • | τελεσμένου • | τελεσμένων • | τελεσμένων • | τελεσμένων • |
accusative | τελεσμένο • | τελεσμένη • | τελεσμένο • | τελεσμένους • | τελεσμένες • | τελεσμένα • |
vocative | τελεσμένε • | τελεσμένη • | τελεσμένο • | τελεσμένοι • | τελεσμένες • | τελεσμένα • |