υποκοριστικός
See also: ὑποκοριστικός
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Koine Greek ὑποκοριστικός (hupokoristikós, “usually the neuter: diminutive (name); pet name”).[1]
Pronunciation
editAdjective
editυποκοριστικός • (ypokoristikós) m (feminine υποκοριστική, neuter υποκοριστικό)
- (grammar) diminutive
- (less common, by extension) hypocoristic [2]
- note: for hypocoristic see[3] χαϊδευτικός (chaïdeftikós), also θωπευτικός (thopeftikós)
Declension
editDeclension of υποκοριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποκοριστικός • | υποκοριστική • | υποκοριστικό • | υποκοριστικοί • | υποκοριστικές • | υποκοριστικά • |
genitive | υποκοριστικού • | υποκοριστικής • | υποκοριστικού • | υποκοριστικών • | υποκοριστικών • | υποκοριστικών • |
accusative | υποκοριστικό • | υποκοριστική • | υποκοριστικό • | υποκοριστικούς • | υποκοριστικές • | υποκοριστικά • |
vocative | υποκοριστικέ • | υποκοριστική • | υποκοριστικό • | υποκοριστικοί • | υποκοριστικές • | υποκοριστικά • |
Related terms
edit- υποκορισμός m (ypokorismós, “creation of diminutives”)
- υποκοριστικό n (ypokoristikó, “diminutive (name, noun)”)
References
edit- ^ υποκοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ υποκοριστικός - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
- ^ υποκοριστικός (& comments on diminutive & hypocoristica - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.