υπολογισμός
GreekEdit
NounEdit
υπολογισμός • (ypologismós) m (plural υπολογισμοί)
DeclensionEdit
declension of υπολογισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υπολογισμός • | υπολογισμοί • |
genitive | υπολογισμού • | υπολογισμών • |
accusative | υπολογισμό • | υπολογισμούς • |
vocative | υπολογισμέ • | υπολογισμοί • |