φασκόμηλο
Greek
editNoun
editφασκόμηλο • (faskómilo) n (plural φασκόμηλα)
Declension
editDeclension of φασκόμηλο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φασκόμηλο • | φασκόμηλα • |
genitive | φασκόμηλου • | φασκόμηλων • |
accusative | φασκόμηλο • | φασκόμηλα • |
vocative | φασκόμηλο • | φασκόμηλα • |
Related terms
edit- φασκομηλιά f (faskomiliá, “sage plant”)
Further reading
edit- φασκόμηλο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el