χαραμοφάης
Greek
editEtymology
editχαράμ(ι) (charám(i), “for nothing, in vain”) + -ο- (-o-) + φα(ΐ) (fa(ḯ), “food”) + ending -ης (-is).[1]
Pronunciation
editNoun
editχαραμοφάης • (charamofáis) m (plural χαραμοφάηδες, feminine χαραμοφάισσα)
Declension
editDeclension of χαραμοφάης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαραμοφάης • | χαραμοφάηδες • |
genitive | χαραμοφάη • | χαραμοφάηδων • |
accusative | χαραμοφάη • | χαραμοφάηδες • |
vocative | χαραμοφάη • | χαραμοφάηδες • |
References
edit- ^ χαραμοφάης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language