ὀφειλέτης

Ancient Greek

edit

Etymology

edit

From ὀφείλω (opheílō).

Pronunciation

edit
 

Noun

edit

ὀφειλέτης (opheilétēsm (genitive ὀφειλέτου); first declension

  1. a debtor
  2. (with copulative verb) to be under an obligation
    • 497 BCE – 405 BCE, Sophocles, Ajax §590:
      ἄγαν γε λυπεῖς: οὐ κάτοισθ᾽ ἐγὼ θεοῖς
      ὡς οὐδὲν ἀρκεῖν εἴμ᾽ ὀφειλέτης ἔτι; (590–91)
    • (Koine) Epistle to the Romans, 8:12
      Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν...
  3. (New Testament, fig.) a sinner
    • Gospel of Luke, 13:4
      ...δοκεῖτε ὅτι αὐτοὶ ὀφειλέται ἐγένοντο παρὰ πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κατοικοῦντας Ἰερουσαλήμ;

Inflection

edit

References

edit