άστεγος
Greek
editAdjective
editάστεγος • (ástegos) m (feminine άστεγη, neuter άστεγο)
- homeless, literally roofless
- Synonym: (rare) ασπίτωτος (aspítotos)
- (nominalised) homeless person
Declension
editDeclension of άστεγος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άστεγος • | άστεγη • | άστεγο • | άστεγοι • | άστεγες • | άστεγα • |
genitive | άστεγου • | άστεγης • | άστεγου • | άστεγων • | άστεγων • | άστεγων • |
accusative | άστεγο • | άστεγη • | άστεγο • | άστεγους • | άστεγες • | άστεγα • |
vocative | άστεγε • | άστεγη • | άστεγο • | άστεγοι • | άστεγες • | άστεγα • |
Related terms
edit- αστέγαστος (astégastos, “roofless”, adjective)
- αστέγνωτος (astégnotos, “damp, not dried”, adjective)
Further reading
edit- άστεγος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language