αδιάθετος
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from Koine Greek ἀδιάθετος (adiáthetos, “not set in order, intestate (without leaving a will)”). The "ill, unwell" sense is a semantic loan from French indisposé.[1]
Pronunciation
editAdjective
editαδιάθετος • (adiáthetos) m (feminine αδιάθετη, neuter αδιάθετο)
Declension
editDeclension of αδιάθετος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδιάθετος • | αδιάθετη • | αδιάθετο • | αδιάθετοι • | αδιάθετες • | αδιάθετα • |
genitive | αδιάθετου • | αδιάθετης • | αδιάθετου • | αδιάθετων • | αδιάθετων • | αδιάθετων • |
accusative | αδιάθετο • | αδιάθετη • | αδιάθετο • | αδιάθετους • | αδιάθετες • | αδιάθετα • |
vocative | αδιάθετε • | αδιάθετη • | αδιάθετο • | αδιάθετοι • | αδιάθετες • | αδιάθετα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάθετος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάθετος, etc.) |
Related terms
edit- see: αδιαθετώ (adiathetó, “to be unwell”)
References
edit- ^ αδιάθετος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language