αηδιασμένος
Greek
editEtymology
editPassive perfect participle of αηδιάζω (aïdiázo) (a verb with active forms only).
Pronunciation
editParticiple
editαηδιασμένος • (aïdiasménos) m (feminine αηδιασμένη, neuter αηδιασμένο)
Declension
editDeclension of αηδιασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αηδιασμένος • | αηδιασμένη • | αηδιασμένο • | αηδιασμένοι • | αηδιασμένες • | αηδιασμένα • |
genitive | αηδιασμένου • | αηδιασμένης • | αηδιασμένου • | αηδιασμένων • | αηδιασμένων • | αηδιασμένων • |
accusative | αηδιασμένο • | αηδιασμένη • | αηδιασμένο • | αηδιασμένους • | αηδιασμένες • | αηδιασμένα • |
vocative | αηδιασμένε • | αηδιασμένη • | αηδιασμένο • | αηδιασμένοι • | αηδιασμένες • | αηδιασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αηδιασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αηδιασμένος, etc.) |
Related terms
edit- αηδία f (aïdía, “disgust, revulsion”)
- αηδιάζω (aïdiázo, “to disgust, to be disgusted”)
- αηδιαστικός (aïdiastikós, “disgusting”)
- αηδής (aïdís, “disgusting”) (formal)