|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αναδιοργανώνω
|
αναδιοργανώσω
|
αναδιοργανώνομαι
|
αναδιοργανωθώ
|
2 sg
|
αναδιοργανώνεις
|
αναδιοργανώσεις
|
αναδιοργανώνεσαι
|
αναδιοργανωθείς
|
3 sg
|
αναδιοργανώνει
|
αναδιοργανώσει
|
αναδιοργανώνεται
|
αναδιοργανωθεί
|
|
1 pl
|
αναδιοργανώνουμε, [‑ομε]
|
αναδιοργανώσουμε, [‑ομε]
|
αναδιοργανωνόμαστε
|
αναδιοργανωθούμε
|
2 pl
|
αναδιοργανώνετε
|
αναδιοργανώσετε
|
αναδιοργανώνεστε, αναδιοργανωνόσαστε
|
αναδιοργανωθείτε
|
3 pl
|
αναδιοργανώνουν(ε)
|
αναδιοργανώσουν(ε)
|
αναδιοργανώνονται
|
αναδιοργανωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αναδιοργάνωνα
|
αναδιοργάνωσα
|
αναδιοργανωνόμουν(α)
|
αναδιοργανώθηκα
|
2 sg
|
αναδιοργάνωνες
|
αναδιοργάνωσες
|
αναδιοργανωνόσουν(α)
|
αναδιοργανώθηκες
|
3 sg
|
αναδιοργάνωνε
|
αναδιοργάνωσε
|
αναδιοργανωνόταν(ε)
|
αναδιοργανώθηκε
|
|
1 pl
|
αναδιοργανώναμε
|
αναδιοργανώσαμε
|
αναδιοργανωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
αναδιοργανωθήκαμε
|
2 pl
|
αναδιοργανώνατε
|
αναδιοργανώσατε
|
αναδιοργανωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
αναδιοργανωθήκατε
|
3 pl
|
αναδιοργάνωναν, αναδιοργανώναν(ε)
|
αναδιοργάνωσαν, αναδιοργανώσαν(ε)
|
αναδιοργανώνονταν, (αναδιοργανωνόντουσαν)
|
αναδιοργανώθηκαν, αναδιοργανωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αναδιοργανώνω ➤
|
θα αναδιοργανώσω ➤
|
θα αναδιοργανώνομαι ➤
|
θα αναδιοργανωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αναδιοργανώνεις, …
|
θα αναδιοργανώσεις, …
|
θα αναδιοργανώνεσαι, …
|
θα αναδιοργανωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αναδιοργανώσει έχω, έχεις, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αναδιοργανωθεί είμαι, είσαι, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αναδιοργανώσει είχα, είχες, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αναδιοργανωθεί ήμουν, ήσουν, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανώσει θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αναδιοργανωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αναδιοργάνωνε
|
αναδιοργάνωσε
|
—
|
αναδιοργανώσου
|
2 pl
|
αναδιοργανώνετε
|
αναδιοργανώστε
|
αναδιοργανώνεστε
|
αναδιοργανωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αναδιοργανώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αναδιοργανώσει ➤
|
αναδιοργανωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αναδιοργανώσει
|
αναδιοργανωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|