ανεπαίσθητος
See also: ἀνεπαίσθητος
Greek
editEtymology
editFrom Koine Greek ἀνεπαίσθητος (anepaísthētos).
Pronunciation
editAdjective
editανεπαίσθητος • (anepaísthitos) m (feminine ανεπαίσθητη, neuter ανεπαίσθητο)
Declension
editDeclension of ανεπαίσθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεπαίσθητος • | ανεπαίσθητη • | ανεπαίσθητο • | ανεπαίσθητοι • | ανεπαίσθητες • | ανεπαίσθητα • |
genitive | ανεπαίσθητου • | ανεπαίσθητης • | ανεπαίσθητου • | ανεπαίσθητων • | ανεπαίσθητων • | ανεπαίσθητων • |
accusative | ανεπαίσθητο • | ανεπαίσθητη • | ανεπαίσθητο • | ανεπαίσθητους • | ανεπαίσθητες • | ανεπαίσθητα • |
vocative | ανεπαίσθητε • | ανεπαίσθητη • | ανεπαίσθητο • | ανεπαίσθητοι • | ανεπαίσθητες • | ανεπαίσθητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεπαίσθητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεπαίσθητος, etc.) |
Derived terms
edit- ανεπαίσθητα (anepaísthita, adverb)
- ανεπαισθήτως (anepaisthítos, adverb) (older form, learned)
Related terms
edit- αισθητικός (aisthitikós, “sensory, aesthetic; beautician”)
- αισθητός (aisthitós, “perceptible”)
- and see: αισθάνομαι (aisthánomai, “feel, sense”)
References
edit- ανεπαίσθητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language