ανοιχτήρι
Greek
editEtymology
editFrom Byzantine Greek ἀνοικτήριον (anoiktḗrion). By surface analysis, ανοίγω (anoígo, “to open”) + -τήρι (-tíri).
Noun
editανοιχτήρι • (anoichtíri) n (plural ανοιχτήρια)
- opener
- Synonym: εκπώμαστρο (ekpómastro)
Declension
editDeclension of ανοιχτήρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανοιχτήρι • | ανοιχτήρια • |
genitive | ανοιχτηριού • | ανοιχτηριών • |
accusative | ανοιχτήρι • | ανοιχτήρια • |
vocative | ανοιχτήρι • | ανοιχτήρια • |
Coordinate terms
edit- ξεβουλωτήρι n (xevoulotíri, “plunger, unblocker”)
- τιρμπουσόν n (tirmpousón, “corkscrew”)
Related terms
edit- see: ανοιχτός (anoichtós, “open; pale”, adjective)
Descendants
editFurther reading
edit- ανοιχτήρι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language