|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
απλοποιώ
|
απλοποιήσω
|
απλοποιούμαι
|
απλοποιηθώ
|
2 sg
|
απλοποιείς
|
απλοποιήσεις
|
απλοποιείσαι
|
απλοποιηθείς
|
3 sg
|
απλοποιεί
|
απλοποιήσει
|
απλοποιείται
|
απλοποιηθεί
|
|
1 pl
|
απλοποιούμε
|
απλοποιήσουμε, [-ομε]
|
απλοποιούμαστε, απλοποιόμαστε
|
απλοποιηθούμε
|
2 pl
|
απλοποιείτε
|
απλοποιήσετε
|
απλοποιείστε, (απλοποιόσαστε)
|
απλοποιηθείτε
|
3 pl
|
απλοποιούν(ε)
|
απλοποιήσουν(ε)
|
απλοποιούνται
|
απλοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
απλοποιούσα
|
απλοποίησα
|
απλοποιούμουν(α), απλοποιόμουν(α)
|
απλοποιήθηκα
|
2 sg
|
απλοποιούσες
|
απλοποίησες
|
[απλοποιούσουν(α)], απλοποιόσουν(α)
|
απλοποιήθηκες
|
3 sg
|
απλοποιούσε
|
απλοποίησε
|
απλοποιούνταν, απλοποιόταν(ε), {απλοποιείτο}
|
απλοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
απλοποιούσαμε
|
απλοποιήσαμε
|
απλοποιούμασταν, (‑ούμαστε), απλοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
απλοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
απλοποιούσατε
|
απλοποιήσατε
|
[απλοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], απλοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
απλοποιηθήκατε
|
3 pl
|
απλοποιούσαν(ε)
|
απλοποίησαν, απλοποιήσαν(ε)
|
απλοποιούνταν, απλοποιόνταν(ε), (απλοποιόντουσαν), {απλοποιούντο}
|
απλοποιήθηκαν, απλοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα απλοποιώ ➤
|
θα απλοποιήσω ➤
|
θα απλοποιούμαι ➤
|
θα απλοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα απλοποιείς, …
|
θα απλοποιήσεις, …
|
θα απλοποιείσαι, …
|
θα απλοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … απλοποιήσει έχω, έχεις, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … απλοποιηθεί είμαι, είσαι, … απλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … απλοποιήσει είχα, είχες, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … απλοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … απλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … απλοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … απλοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … απλοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … απλοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
απλοποίησε
|
—
|
απλοποιήσου
|
2 pl
|
απλοποιείτε
|
απλοποιήστε
|
απλοποιείστε
|
απλοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
απλοποιώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας απλοποιήσει ➤
|
απλοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
απλοποιήσει
|
απλοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|